- κρανιακός
- η , ό[ν] черепной;
κρανιακόν οστούν — черепная кость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρανιακόν οστούν — черепная кость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρανιακός — ή, ό (Μ κρανιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. ακός (πρβλ. βραγχι ακός, ηλι ακός)] … Dictionary of Greek
κρανιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο: Αυτά λέγονται κρανιακά οστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδοκρανιακός — ή, ό φρ. ιατρ. «κλειδοκρανιακή δυσόστωση» σπάνια συγγενής ανωμαλία κατά την οποία ενώ η ουσία τών οστών είναι φυσιολογική, η μορφή τους δεν είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleidocranial < cleido (πρβλ. κλείς, δός) + cranial (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
Πεκίνο — (Μπεϊτζίνγκ = Πρωτεύουσα του Βορρά). Πόλη πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και δήμος η ίδια (16.808 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, σε υψόμετρο 34 μ. και κοντά στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πεδιάδας του Χοπέι, μεταξύ … Dictionary of Greek